καρπωτής

καρπωτής
ο
θηλ. καρπώτρια αυτός που καρπώνεται κάτι: Εγώ εργάζομαι, αλλά εσύ είσαι ο καρπωτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρπωτής — ο, θηλ. καρπώτρια [καρπώνομαι] αυτός που καρπώνεται κάτι, αυτός που έχει την επικαρπία κάποιου πράγματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”